English - Greek Translation Services, Greek Dictionaries, Machine Translation
Translatum - The  Greek Translation Vortal
Translatum.gr - Greek Translation
Greek Translation Services
 Ask a terminology question in the forum!
Sitemap | News | Tell a friend | RSS
Translatum Greek Translation Forum
Our page on facebookFollow us on twitterRSS feed


 Η ζωή του Βούδδα
   Rene Grousset, Ιστορία, τεύχος 50, 1972

Οι αρχές μιας θρησκείας των ανατολικών λαών που παραδέχεται την μετεμψύχωση

Όταν η Ελλάδα δημιουργούσε τον απαράμιλλο πολιτισμό της, στον έκτο και τον πέμπτο αιώνα π.Χ., στα βάθη της Ανατολής εμφανίστηκε ένας άνθρωπος, του οποίου η διδασκαλία συνήρπασε εκατομμύρια ανθρώπων. Δυο κυρίως στοιχεία, η δοξασία της μετεμψυχώσεως και η απόλυτη γαλήνη και εξαΰλωση (νιρβάνα), εκράτησαν την θρησκεία του Βούδδα, που είναι διανθισμένη με περίεργους θρύλους γύρω από τον ίδιο και γιατί γύρω από διάφορα φυσικά φαινόμενα. Ο Βούδδας εδίδαξε μισό αιώνα περίπου και πέθανε πολύ μεγάλος, σε ηλικία ογδόντα ετών.

Ο Βούδδας Σακυαμούνι έζησε στο ανατολικό λεκανοπέδιο του Γάγγη μεταξύ 563 και 483 περίπου π.Χ., κατά των ειδικών συγχρόνων επιστημόνων. Η ιστορία του όμως έφθασε ως εμάς τυλιγμένη στην αχλύ του θρύλου. Οι θρύλοι αυτοί είναι τόσο ωραίοι, που δεν γνωρίζομε τι να θαυμάσωμε περισσότερο σ’ αυτούς, την εξωτερική ποίηση που περιέχει η ίδια η διδασκαλία του Βούδδα; Πότε μας διηγούνται τις απίστευτες περιπέτειες ενός χαριτωμένου πρίγκιπα, ενός προσώπου που είναι κάτι παραπάνω από ημίθεος, ήρωας του πιο θαυμάσιου ινδικού παραμυθιού. Πότε πάλι μας μεταδίδονται γλυκά, όλο σοβαρότητα και άπειρη ανθρωπιά λόγια ενός σοφού, που τον νοιώθομε πολύ κοντά μας.

Οι Βούδδες, σύμφωνα με την ινδική θρησκεία, είναι ήρωες όλο αγιοσύνη, πού, με τις αναρίθμητες πράξεις αυτοθυσίας, έφθασαν στην υπέρτατη σοφία, που αποτελεί εγγύηση για την οριστική τους απολύτρωση, την νιρβάνα. Ωσότου όμως φθάσουν στο σημείο αυτό, είναι μικροί Βούδδες, δηλαδή όντα γεμάτα σοφία, τα οποία προετοιμάζονται μέσα σε παραδείσους μακαριότητος για την τελευταία τους ενσάρκωση. Ο μέλλων λοιπόν Βούδδας Σακυαμούνι, που ακόμη δεν ήταν παρά ένας μικρός Βούδδας ή βοδισατβα, διήνυε το προτελευταίο στάδιο, κατά το οποίο αποτελούσε αντικείμενο λατρείας στον ουρανό των θεών Τουσίτα ή μακαρίων θεών. Όταν έμαθε κάποτε ότι είχε έλθει η ώρα για την τελευταία του μετεμψύχωση, συνεκάλεσε, πριν εγκαταλείψει τον ουρανό, σε συνέλευση τους θεούς και να τους παρουσιάσει τον διάδοχό του, που θα έπαιρνε την θέση του κοντά τους, τον Βούδδα του μέλλοντος, τον Ματρέγια. Οι θεοί, αφού ζήτησαν πληροφορίες σχετικά με τις διάφορες χώρες και οικογένειες για την ενσάρκωση του Βούδδα, διάλεξαν την οικογένεια του βασιλιά Σουδοντάνα, από την φυλή των Σακύας. Ο Σουδοντάνα βασίλευε στην πόλη Καπιλαβάστα, στα σύνορα της κοιλάδος του Άουντ και της χώρας του Νεπάλ.

Την στιγμή που ο βοδισάτβα διάλεγε το σπίτι του βασιλιά Σουδοντάνα και της βασίλισσας Μάγια για την ενσάρκωσή του, ολόκληρη η φύσις εξεδήλωνε την χαρά της. Εκατοντάδες πουλιά φτερούγιζαν επάνω από τις στέγες και τις βεράντες του παλατιού. Τα δένδρα γέμισαν λουλούδια κι οι λίμνες θαυμάσιους λωτούς. Η βασίλισσα Μάγια, προειδοποιημένη από ένα βαθύ προαίσθημα, αποσύρθηκε τότε στον γυναικωνίτη της για να βυθιστεί στην περισυλλογή. Ενώ βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, ο βοδισάτβα κατέβηκε στα σπλάχνα της. Είχε πάρει την μορφή μικρού ελέφαντα (ο μικρός ελέφας στην ινδική   εικονογραφία παίζει τον ίδιο ρόλο που παίζουν στην κλασική τέχνη οι δικοί μας μικροί Έρωτες).

Όταν ήλθε ο καιρός να γεννηθεί βοδισάτβα, η μητέρα του πήγε στο άλσος Λουμπίνι, που βρισκόταν στις πύλες της πόλεως Καπιλαβάστα. Κι εκεί, στην στάση ακριβώς που έχει απαθανατίσει η γλυπτική, όρθια, κρατώντας με το δεξί της χέρι τον κλώνο ενός βοδισάτβα, που βγήκε από το δεξιό της πλευρό. Αμέσως τον παρέλαβαν στην αγκαλιά τους ο Ίντρα και ο Βράχμα, ο ανώτατος θεός του βεδισμού και ο ανώτατος θεός του βραχμανισμού, που είχαν τρέξει να προσκυνήσουν το βρέφος. Δυο βασιλείς Νάγκα, ο Νάντας και ο Ουπανάντας, εμφανίσθηκαν στον ουρανό και άφησαν να τρέξουν δύο ρεύματα νερού, ζεστού και κρύου, για να μπορέσουν ο Ίντρα και ο Βράχμα να κάνουν στο νεογέννητο το καθιερωμένο ιερό λουτρό. Το βρέφος κατέκτησε τον κόσμο κάνοντας επτά βήματα προς κάθε ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος. «Την στιγμή εκείνη όλα τα όντα της φύσεως ένοιωσαν να ριγούν από αγαλλίαση. Τα μουσικά όργανα των θεών και των ανθρώπων, χωρίς να τα έχει αγγίσει κανείς, άρχισαν να παίζουν και τα δέντρα γέμισαν λουλούδια. Οι γλυκύτεροι άνεμοι άρχισαν μα πνέουν κουβαλώντας από την χώρα των θεών διάφορα αρώματα».

Ο νεαρός πρίγκηψ ονομάστηκε Σιντάτρα. Το άρμα που τον έφερνε μέσα στην πόλη Καπιλαβάστα συρόμενο από μια ολόκληρη πομπή από Αψάρες (νύμφες του νερού). Επτά ημέρες όμως μετά την γέννηση του, η μητέρα του, η βασίλισσα Μάγια, πέρανε από ευτυχία και πήγε να ξαναγεννηθεί με τους θεούς. Την αναπλήρωσε η αδελφή της Μαχαπραντγιαπάτι, μια από τις ευγενέστερες μορφές της βουδδιστικής μυθολογίας, που φρόντισε και το βρέφος. Ύστερα από λίγο καιρό, ο Συμεών του βουδδισμού, ο ασκητής των Ιμαλαΐων, ο γέρο Ασίτα, προφήτευσε το μεγαλείο του νεογέννητου και του προείπε ότι θα έχει την δόξα ενός βασιλέως τσακραβαρτίνου (παγκόσμιου μονάρχη) ή αν πάλι προτιμούσε να γίνει μοναχός θα είχε την εξέλιξη ενός Βούδδα. Και τότε έδειξε στην ομήγυρη τα σημάδια των Βούδδα που είχαν κιόλας σχηματισθεί στο σώμα του παιδιού.

Όταν λοιπόν ο βοδισάτβα οδηγήθηκε από τους γονείς του στον ναό, όπως ήταν το έθιμο, τα βεδικά και βραχμανικά αγάλματα έσκυψαν να τον προσκυνήσουν, ψάλλοντας τις ακόλουθες στροφές: «Ο Μερού, ο βασιλεύς των ορέων, δεν χρειάζεται να υποκλιθεί μπροστά στο λίγο νερό που περιέχει η πατημασιά μιας αγελάδας.

Μια νύφη και ένα χαρέμι

Η σελήνη ή ο ήλιος δεν θα υποκλίνονταν μπροστά σε μια λαμπερή μυίγα. Πως λοιπόν θα υποκλινόταν εκείνος που κατέχει την σοφία μπροστά στις θεότητες; Αυτό αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά του βουδδισμού: Αν και ο Βούδδας δεν είναι θεός, αν και δεν είναι παρά ένας ασύγκριτος ήρωας, «ένας λέοντας των ανθρώπων», οι ίδιοι, ωστόσο, οι θεοί είναι υποδεέστεροι από αυτόν.

Τον κύκλο αυτό της παιδικής ηλικίας διαδέχεται ο κύκλος της εφηβείας. Όταν ο Σιντάρτα πήγε στο σχολείο, κατέπληξε τον δάσκαλο με την έμφυτη σοφία του. Φαίνεται δε ότι ο βοδισάτβα από εκείνη κιόλας την εποχή κατείχετο από κάποιο προαίσθημα σχετικά με τον Φωτισμό του. «Μια ημέρα», λέει ο ποιητής του «Βουδδατσαρίτα», «καθώς παρακολουθούσε την δουλειά στα χωράφια, είδε επάνω στο φρεσκοκομμένο χορτάρι που είχε σκορπισθή στην γή, πλήθος από αυγά και νεογέννητα έντομα που είχαν κιόλας σκοτωθή και αμέσως ένοιωσε βαθύ πόνο. Και κοιτάζοντας τους αγρότες με το ρυτιδωμένο από την σκόνη, την κάψα του ήλιου και τον άνεμο πρόσωπο, αυτός ο ευγενέστερος των ανθρώπων ένοιωσε υπέρτατο οίκτο. Κάθησε τότε στην ρίζα του δένδρου «ντζαμπού» (ρόδινη μηλιά) και συλλογίσθηκε για πρώτη φορά επάνω στην οδύνη όλων των όντων. Την ώρα εκείνη, όμως, ο πατέρας του έψαχνε να τον βρή. Όταν τέλος τον βρήκε, ο ήλιος είχε αρχέσει να βασιλεύη πιά στον ορίζοντα, η σκιά όμως της ρόδινης μηλιάς δεν είχε μετακινηθή και εξακολουθούσε να προστατεύη τον θείο έφηβο».

Κάποτε ήλθε η στιγμή που έπρεπε να βρεθή μια νύφη για τον Σιντάρτα. Την ήθελαν τέλεια! «Ούτε ελαφρόμυαλη, ούτε αφηρημένη. Σεμνή και ντροπαλή. Να κάνη καλές πράξεις. Να διακρίνεται για την καλωσύνη της προς τους ψούλους της, αλλά και να ξέρη να τους διευθύνη. Να γνωρίζη τα ιερά βιβλία, να πηγαίνη τελευταία για ύπνο το βράδυ και να σηκώνεται πρώτη απ’ όλους το πρωί». Κάλεσαν τότε όλες τις νεαρές γυναίκες της χώρας να παρουσιασθούν μπροστά στον πρίγκιπα. Μια όμως μόνο ανταποκρινόταν στην παραπάνω περιγραφή: η ωραία Γκόπα. Ο πατέρας της, που αμφέβαλλε αν ο Σιντάρτα, μεγαλωμένος με όλη την μαλθακότητα του παλατιού, συγκέντρωνε τις ανδρικές αρετές ενός αληθινού «κσατρίγια»,αξίωσε να λάβη μέρος ο νέος σε διάφορα αγωνίχματα, ξιφομαχία, πυγμαχία, ακόντιο κ.λπ. Από τον διαγωνισμό αυτό ο Σιντάρτα βγήκε νικητής γιατί ήταν ο μόνος που κατόρθωσε να τεντώση το γιγάντιο τόξο του ήρωα προγόνου του. Έτσι του έδωσαν σε γάμο την πριγκίπισσα Γκόπα μαζί με αυτήν, σύμφωνα με το βασιλικό έθιμο, κι ένα χαρέμι.

Την ζωή του βοδισάτβα μέσα στις ηδονές του χαρεμιού, μας την έχουν περιγράψει με τρόπο πολύ χαριτωμένο οι ευσεβείς ιστορικοί του Λαλιταβιστάρα καθώς και οι γλύπτες του Αμαραβάτι και του Μπορομπουντούρ. «Ο νεαρός πρίγκιψ αναπαυόταν στο κρεβάτι του περιτριγυρισμένος από χαριτωμένες γυναίκες που έπαιζαν διάφορα μουσικά όργανα και τον ψυχαγωγούσαν με τους ήχους της πιο γλυκειάς μουσικής». Αλλ’ αν και περικυκλωμένος από το θηλυκό αυτό κοπάδι, ο λέοντας αυτός των αωδρών συλλογιζόταν. Η φωνή της φλογέρας και του λαούτου έμοιαζε να του λέη: «Η συνένωσις των τριών κόσμων είναι ασταθής, όμοια με τα σύννεφα του φθινοπώρου. Όμοια με τις σκηνές ενός δράματος είναι η γέννησις κι ο θάνατος των πλασμάτων. Σαν τον χείμαρρο των βουνών περνά η ζωή τους και σαν την αστραπή του ουρανού». Όταν πληροφορήθηκε αυτές τις σκέψεις ο πατέρας του, ο βασιλεύς Σουδοντάνα, πήρε την απόφασι να μην αφήση πια τον γιο του να ξαναντικρύση τον ανθρώπινο πόνο. Μια ημέρα, λοιπόν, που ο Σιντάρτα θα πήγαινε περίπατο στον βασιλική κήπο, ο πατέρας του διέταξε ν’ απομακρύνουν από τον δρόμο του όλους τους αναπήρους και τους αρρώστους. Αλλά, παρά την βασιλική διαταγή, σύμφωνα με την θέλησι των θεών, παρουσιάσθηκαν μπροστά στα μάτια του νέου ένας γέροντας, ένας άρρωστος κι ένα πτώμα, συναπαντήματα συμβολικά, που είχαν σκοπό να του υπενθυμίσουν με τρόπο σκληρό και βάναυσο την ματαιότητα των ηδονών και την ψευτιά της πριγκιπικής ζωής. Ο βοδισάτβα τότε πήγε στον πατέρα του να τον παρακαλέση να του επιτρέψη ν’ ακολουθήση τον μοναχικό βίο. Ο μονάρχης, που είχε στηρίξει στον Σιντάρτα τις ελπίδες του, φρόντισε με κάθε τρόπο ν’ αλλάξη την απόφασι του γιού του. «Στα διαμερίσματα των γυναικών έδωσε τις ακόλουθες διαταγές: Να μη σταματούν ούτε λεπτό η μουσική και τα τραγούδια. Οι γυναίκες να χρησιμοποιούν όλα τα θέλγητρά τους, ώστε να αιχμαλωτισθή ο νεαρός πρίγκιψ, γιατί όταν πια θα έχη μαγευθή, δεν θα μπορή ν’ ακολουθήση την ζωή ενός περιπλανώμενου μοναχού». Αυτά μας διηγείται ο Λαλιταβιστάρα. Το ποίημα όμως του Βουδδατσαρίτα, που είναι καλύτερα πληροφορημένος, μας λέει πως ο Σουδοντάνα έστειλε και πάλι το γιό του στο βασιλικό κήπο που ήταν γεμάτος Ινδές χορεύτριες. «Να ο θεός του έρωτα να ο θεός του Κάμα», μουρμούριζαν όταν τον έβλεπαν να πλησιάζη και τον χαιρετούσαν με τα χέρια του ενωμένα σαν πέταλα λωτού. Ο Ουνταγίν, ένας παιδικός φίλος, με εντολή του βασιλέως, τις παρακινούσε να δείξουν όλα τους τα θέλγητρα. Μερικές αγκάλιαζαν το κορμί του Σιντάρτα και προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν με την βία. Άλλες πάλι, δήθεν από απροσεξία, άφηναν να γλιστρήσουν τα λεπτά πέπλα που σκέπαζαν τα νεανικά κορμιά τους. Άλλες λίκνιζαν το λυγερό κορμί τους στα κλαδιά των δέντρων. Μια άλλη, τέλος, τραγουδούσε στο αυτί του πρίγκιπα το τραγούδι του δάσους, γεμάτο από κρυφούς πόθους και πνοές της ανοίξεως. Αλλά η επίγνωσις που είχε ο πρίγκιψ για την ματαιότητα των πραγμάτων, τον έκανε να μένη αδιάφορος μπροστά σ’ αυτή την μαγεία κι έτσι επέστρεψε στο παλάτι, αποφασισμένος και πάλι να εγκαταλείψη τα εγκόσμια.

Μια νύχτα που το χαρέμι ήταν βυθισμένο στον ύπνο, ο Σιντάρτα ανασηκωμένος στο κρεβάτι του, κοίταζε όλες αυτές τις κοιμισμένες γυναίκες. Τα αποκαμωμένα τους κορμιά είχαν χάσει την συνηθισμένη τους χάρι. «Βλεποντάς τις έτσι ξαπλωμένες εδώ κι εκεί, τελείως παραμορφωμένες, του ήλθε στον νου η εικόνα ενός νεκροταφείου». Αμέσως βγήκε έξω χωρίς να τον δη κανείς, φώναξε τον ιπποκόμο του Τσάντακα και τον διέταξε να του φέρει το άλογό του Κόντακα, το καλύτερο που διέθεταν οι βασιλικοί στάβλοι. Στο σημείο αυτό ο Βουδδατσαρίτα μας δένει τον πιο συγκινητικό διάλογο ανάμεσα στον βοδισάτβα και το πιστό του υποζύγιο. Χαϊδεύοντας ώρα πολλή το ευγενικό ζώο, του εξηγεί τι προσδοκά από αυτό και την σημασία του ρόλου που καλείται να παίξη για την σωτηρία του κόσμου. Μάταια ο ιπποκόμος Τσάντακα προσπαθεί να αποτρέψη τον κύριό του: «Πού θα πας, λέοντα των ανθρώπων, με τα μακρυά σου φρύδια, τα όμορφα μάτια σου που μοιάζουν με πέταλα του λωτού, το χαριτωμένο σου πρόσωπο σαν φρεσκοανοιγμένο μπουμπούκι, εσύ που λάμπεις σαν το αγνό χρυσάφι και το αστέρι της νύχτας, το διαμάντι και την αστραπή, εσύ που έχεις την περπατησιά του ελέφαντα, το παράστημα του ταύρου, του βασιλιά των ζώων, και του κύκνου, πού θα πας;»

Αλλά ο βοδισάτβα του εξήγησε το νόημα της αποστολής του. Και οι συνένοχοι θεοί πήραν τα μέτρα τους ν’ αποκοιμηθούν οι φύλακες που αγρυπνούσαν στις πύλες της Καπιλαβάστα. Τότε οι πύλες άνοιξαν μόνες τους μπροστά στην θεία πομπή ενώ οι τέσσερις Λοκοπάλα, όπως λέγονταν οι βασιλείς των τεσσάρων επουρανίων περιοχών, είχαν βάλει τα χέρια τους κάτω από τις οπλές των αλόγων για να πνίξουν κάθε θόρυβο.

Μόλις βγήκαν από την από την πόλι, το καλό άλογο, που άκουγε από όνομα Κόντακα, άρχισε να τρέχη σαν τον άνεμο. Όταν είχαν περάσει πια τα σύνορα του βασιλείου, ο βοδισάτβα ξεπέζεψε σ’ ένα δάσος κι αφού παρέδωσε στον Τσάντακα τα χρυσά του περιδέραια και όλα του τα στολίδια, αποχαιρέτησε τον ιπποκόμο, που είχε αναλυθή σε δάκρυα, καθώς και το άλογό του, που, κατασυγκινημένο κι αυτό, του έγλυφε τα πόδια. Ύστερα με το σπαθί του έκοψε τα μαλλιά του και τα σκόρπισε στον αέρα, από όπου τα μάζεψαν οι θεοί. Αλλά του χρειάζονταν ρούχα ερημίτη. Τότε, ένας θεός, μεταμφιεσμένος σε άγριο κυνηγό, παρουσιάσθηκε μπροστά του και αντάλλαξε τα φτωχικά του κουρέλια με τα πολυτελή ρούχα του φυγάδα. Ο πρίγκιψ Σιντάρτα δεν υπήρχε πια. Στην θέσι του ήταν ένας αναχωρητής όμοιος με οποιονδήποτε αναχωρητή του δάσους – ο μοναχός Γοτάμα, όπως θα τον αποκαλούν στο εξής ή αλλιώς Σακυαμούνι (ασκητής της φυλής των Σακύα).

Ο βοδισάτβα έζησε διαδοχικά σε διάφορα ερμητήρια, ιδίως κοντά στην πόλι Βαϊκάλι, μαζί με τον ασκητή Αράτα, του οποίου έγινε μαθητής. Επειδή όμως η διδασκαλία του δεν τον ικανοποίησε, ξαναπήρε τον δρόμο της Ανατολής για να φθάση στην χώρα του Μαγκάντα (μεσημβρινό Μπιχάρ). Επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της χώρας Ραντγιαγκρίμπα, όπου άρχισε να ζητιανεύη, κατά το παράδειγμα των μοναχών ζητιάνων. Μια ημέρα συνάντησε τον βασιλέα Μπιμπισάρα, που τον αναγνώρισε και του απένειμε τιμές, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα τον προστάτευε. Από κεί έφθασε στο χωριό Ουρουβίλβα και θαύμασε τον ποταμό Ναϊραντγκάνα «με τα καθαρά νερά του, τα ωραία του σκαλοπάτια στολισμένα με δένδρα και λουλούδια και περιστοιχισμένα κι απ’ τις δύο πλευρές με βοσκοτόπια και χωριά». Του άρεσε το ήμερο αυτό τοπίο. «Πραγματικά», είπε – μας πληροφορούν τα κείμενα «αυτό το μέρος της γης είναι ευχάριστο και κατάλληλο να κατοικηθή. Ταιριάζει πολύ σ’ ένα γιο βασιλιά που επιθυμεί να αποσυρθή από τον κόσμο». Αυτά τα λόγια φανερώνουν το αίσθημα του μέτρου, που χαρακτηρίζει τον Βούδδα, την απήχησι που είχε μέσα του η ομορφιά των πραγμάτων.
Σ’ αυτό το μέρος λοιπόν ο βοδισάτβα, περιτριγυρισμένος από πέντε μαθητάς, έζησε έξη χρόνια με αυστηρούς ασκητικούς κανόνες. Καθισμένος με τα πόδια σταυρωμένα, ακίνητος, ώσπου να εξαντληθή από την κόπωσι, έμοιαζε με σκελετό. Ακόμη και οι θεοί φοβήθηκαν για την υγεία του. Η μητέρα του η Μάγια έτρεξε από τον ουρανό κοντά του κλαίγοντας. Ο βοδισάτβα την καθησύχασε ότι δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Είχε πια καταλάβει ότι οι σωματικές κακουχίες δεν ωφελούσαν σε τίποτε. Αλλού βρισκόταν. Και παραιτούμενος από τον ασκητισμό και την τέχνη της γιόγκα, αποφάσισε να αναζητήση την αλήθεια στον χώρο του πνεύματος εξασφαλίζοντας στην σκέψι ένα αναγκαίο σωματικό υπόβαθρο. Δέχθηκε λοιπόν να φάη το γάλα και το ρύζι που του είχε ετοιμάσει η Σουδγιάτα, μια ευσεβής κοπέλλα από το γειτονικό χωριό και δρόσισε στα νερά του Ναïραντζάνα τα κουρασμένα του μέλη. Οι πέντε μαθηταί του σκανδαλίσθηκαν τόσο, που τον εγκατέλειψαν. Κι εκείνος τότε αποφάσισε να πάρη τον δρόμο για το Μποντ Κάγια, όπου υψωνόταν το Δέντρο της Νοήσεως (βοδιντρούμα), η ιερή συκιά, όπου ξετυλίχθηκε η κύρια σκηνή των βουδδικών ευαγγελίων.

Ο βοδισάτβα – στο σημείο αυτό τα κείμενα εμφανίζουν ιδιαίτερη ακρίβεια – κάθησε στην ρίζα ενός δένδρου, επάνω σε μια χούφτα από φρεσκοθερισμένα χορτάρια που σκέπαζαν ένα κάθισμα, που σαν από θαύμα, πρόβαλε στο μέρος αυτό. Από την στιγμή εκείνη άρχισε η υπέροχη περισυλλογή, από την οποία θα προερχόταν η σωτηρία του κόσμου. Ο βουδδικός δαίμονας Μάρα, που είναι μια μορφή του Κάμα, του θεού του έρωτα δηλαδή και του θανάτου, προσπάθησε τότε να εμποδίση εκείνο που θα προκαλούσε την καταστροφή της δυνάμεως του. Επετέθη λοιπόν με όλο τον στρατό του εναντίον του βοδισάτβα, καθώς αυτός ήταν βυθισμένος στην περισυλλογή του, στην σκιά του Δένδρου της Νοήσεως. Ο Λαλιταβιστάρα μας περιγράφει με πολλή χάρι τα τρομαχτικά αυτά τέρατα, που τόσο πιστά αναπαριστάνει, σύμφωνα με την περιγραφή του, η βουδδική εικονογραφία των Ινδιών και της Άπω Ανατολής. Ένας μαινόμενος όχλος είχε περικυκλώσει τον Τρισμακάριο και του έρριχνε εκατοντάδες βλήματα, που σχημάτιζαν σύννεφα, μεγάλα σαν βουνά. Αλλ’ αυτά τα βλήματα, την στιγμή που τον πλησίαζαν, μεταβάλλονταν σε ουράνιους θόλους και γιρλάντες από λουλούδια. Σαν σιντριβάνια πετάγονταν από τα μάτια και τα στόματα των δαιμόνων τα δηλητήρια κι οι φλόγες. Ο πύρινος αυτός κύκλος, όμως, γινόταν φωτοστέφανο γύρω από τον βοδισάτβα. Και τότε ο βοδισάτβα επικαλέσθηκε την μαρτυρία της γης σχετικά με την δύναμι της προσπάθειάς του (μπουμίσπαρσα) . Κι αμέσως το έδαφος σχίσθηκε στα δυο κι η Γη εμφανίσθηκε ως την μέση του σώματός της και τον προσκύνησε με επισημότητα.

Όταν πια κι η τρομοκρατία αυτή αποδείχθηκε χωρίς αποτέλεσμα, ο Μάρα κατέφυγε σε άλλα μέσα. Έστειλε, λοιπόν, τις κόρες του να σαγηνεύσουν το βοδισάτβα με τα θέλγητρά τους. Κι αυτές άρχισαν να του τραγουδούν: «Φίλε, ας χαρούμε. Μπήκε η πιο όμορφη, η πιο θελκτική εποχή, η άνοιξις, που δίνει τόση χαρά στις γυναίκες και τους άνδρες, η εποχή που τα δένδρα είναι ανθισμένα και η φύσις γεμάτη πουλιά. Κοίταξε τα ανθισμένα δέντρα με τα δροσερά τους κλαδιά, όπου τραγουδούν τα πουλιά και βουίζουν οι μέλισσες. Επάνω σε τούτη την γη, όπου φυτρώνει το πράσινο χορτάρι, απαλό, παχύ, πυκνό μέσα σε τούτα τα δάση, όπου συχνάζουν πλήθος νεράιδες, έλα και παραδώσου στην ηδονή. Το κορμί σου είναι ένα όμορφο, χαριτωμένο κορμί κι ο δικός μας προορισμός είναι να δίνωμε ευχαρίστησι στους θεούς και στους ανθρώπους. Αυτό είναι το νόημα της υπάρξεώς μας. Σήκω αμέσως επάνω να απολαύσης τα όμορφα νιάτα». Τα μεταξένια τους μαλλιά, συνεχίζει ο Λαλιταβιστάρα, ήσαν ποτισμένα με βαριά αρώματα. Τα μάτια τους, όμορφα και μεγάλα σαν τα πέταλα του λωτού που μόλις έχει ανοίξει.

Ο βοδισάτβα βγήκε και πάλι θριαμβευτής από την επίθεσι αυτή, όπως κι από τις προηγούμενες, κι ύστερα από λίγο, την στιγμή ακριβώς που οι τρείς κόρες του Μάρα κατέβαλλαν και την τελευταία τους προσπάθεια, τις μεταμόρφωσε σε τρεις ζαρωμένες γριές.

Αφού θριάμβευσε εναντίον του πειρασμού, ο βοδισάτβα ακίνητος, καθισμένος πάντα στην ρίζα του Δένδρου, προσήλωσε την σκέψι του στην παγκόσμια οδύνη και την εξουδετέρωσί της. Το βλέμμα του αγκάλιασε ολόκληρο το σύμπαν. Είδε τον ατέλειωτο κύκλο των γεννήσεων να ξετυλίγεται στο άπειρο από τον καταχθόνιο κόσμο της κολάσεως και τον ζωικό κόσμο ως του ίδιους τους θεούς δια μέσου των αιώνων. Και κάθε γέννησις, κάθε ζωή, κάθε θάνατος ήταν κι ένας πόνος. «Και τότε ο βοδισάτβα με την σκέψι του έτσι συγκεντρωμένη, τελείως αγνή, όταν η νύχτα προχωρούσε προς το τέλος της και χάραζε η αυγή, την στιγμή που ακούγεται το τύμπανο να ηχή» κατέκτησε την Σοφία. Εξετάζοντας την αλυσίδα των αιτίων, ανακάλυψε ότι η αιτία του παγκοσμίου πόνου είναι η δίψα για ύπαρξι, που στηρίζεται στις λανθασμένες μας αντιλήψεις σχετικά με την σκέψι, το εγώ και τον υλικό κόσμο. Αν λοιπόν εξαλειφθή η δίψα για ύπαρξι, θα εξαλειφθή κι ο πόνος...Αυτός ήταν ο εσντερικός Φωτισμός, η αποκάλυψις της τέλειας σοφίας (βόδι), χάρι στην οποία ο βοδισάτβα έγινε τελικά ένας υπέρτατος Βούδδας.

Μετά τον Φωτισμό, ο Βούδδας έμεινε τέσσερις ακόμη εβδομάδες κοντά στο Δένδρο. Την πέμπτη εβδομάδα μια τρομερή θύελλα ερήμωσε την χώρα. Αλλ’ ένας βασιλεύς των Νάγκα, ο Μουτσιλίντα παρουσιάσθηκε με την μορφή ενός γιγαντιαίου φιδιού, τυλίχθηκε γύρω στο σώμα του Βούδδα και τον σήκωσε ψηλά επάνω από τον κατακλυσμό, ενώ με τα επτά του κεφάλια, που σχημάτιζαν ένα είδος κουκούλας, προστάτευε το κεφάλι του Μακαρίου από την καταιγίδα –σκηνή που απαντάται συχνά στην βουδδική εικονογραφία, και ιδίως, στην τέχνη των Χμέρ.

Ο Βούδδας κατείχε τον θησαυρό της αλήθειας. Έπρεπε όμως να συγκατατεθή να την διαδώση στον κόσμο. Οι θεοί Βράχμα και Ίντρα τον ικέτευσαν τότε στο όνομα όλων των πλασμάτων. Από τότε άρχισε το κήρυγμά του ή, όπως λέγου τα κείμενα, έθεσε σε κίνησι τον Τροχό του Νόμου (νταρματσάκρα). Επισκέφθηκε πρώτα την πόλι Μπεναρές, συνάντησε στο Άλσος με τα Ζαρκάδια (Μριγκαντάβα) τους πέντε παλιούς μαθητάς του, που τον είχαν άλλοτε εγκαταλείψει, και του προσηλύτισε. Μπροστά τους έκανε την περίφημη «Ομιλία της Μπεναρές», που θεωρείται ως η «Επί του Όρους Ομιλία» του Βουδδισμού. Στην ομιλία αυτή έλεγε ο Διδάσκαλος: «Υπάρχουν δύο άκρα, μοναχοί μου, που πρέπει να αποφεύγουμε:1) η ζωή των τέρψεων, μια ζωή χαμερπής, αντιπνευματική, ανάξια και μάταιη, και 2) η ζωή των στερήσεων, μια ζωή θλιβερή, ανάξια και μάταιη. Από τις δυο αυτές υπερβολές, μοναχοί μου, το Τέλειο έμεινε πάντα μακριά και ανακάλυψε τον δρόμο που περνά από το μέσο και οδηγεί στην γαλήνη, την γνώσι, τον φωτισμό την νιρβάνα...Να ποια είναι, μοναχοί μου, η ιερή αλήθεια για τον πόνο. Η γέννησις, τα γηρατειά, η ασθένεια, ο θάνατος, ο χωρισμός από όσους αγαπούμε, αυτός είναι ο πόνος. Να ποια είναι η απαρχή του πόνου: η δίψα για την ηδονή, η δίψα για την ύπαρξι και την ζωή, για την διαρκή εναλλαγή των εντυπώσεων και των συναισθημάτων. Και ορίστε ποια είναι η αλήθεια για την εξάλειψι του πόνου: η καταστολή αυτής της δίψας με την καταπολέμησι των επιθυμιών».

Ασφαλώς εδώ έχομε ένα λόγο, που αποδίδεται κατά πάσα πιθανότητα στον Βούδδα. Σε άλλους λόγους της ίδιας κατηγορίας ο Βούδδας έλεγε ακόμη: «Ήλθα να βοηθήσω τους αδαείς με την σύνεσι, την ελεημοσύνη, την γνώσι και την αρετή. Αυτά είναι αγαθά που δεν χάνονται. Το να κάνη κανείς λίγο καλό αξίζει περισσότερο από το να φέρη εις πέρας έργα δύσκολα. Αν κατανοούσαμε πόσο μεγάλος είναι ο καρπός της ελεημοσύνης, δεν θα τρώγαμε την τελευταία μας μπουκιά πριν δώσωμε και σ’ άλλους κάτι από το φαγητό μας. Ο άνθρωπος δεν γίνεται τέλειος αν δεν αναλώση όλες τις δυνάμεις του σε αγαθοεργίες προς τα διάφορα πλάσματα, αν δεν παρηγορήση τους εγκαταλειμμένους… Η θεωρία μου είναι μια θεωρία φιλευσπλαχνίας, γι’ αυτό και οι ευτυχείς του κόσμου την βρίσκουν δύσκολη...Ο δρόμος της σωτηρίας είναι ανοιχτός σε όλους. Το βραχμάν έχει γεννηθή από γυναικεία μήτρα, όπως και το τσανταλά, που κλείνει τον δρόμο της σωτηρίας...Να καταστείλετε τα πάθη σας με τον ίδιο τρόπο που ο ελέφαντας αναποδογυρίζει μια καλαμένια καλύβα, αλλά να ξέρετε ότι απατάται εκείνος που νομίζει ότι μπορεί να καταπνίξη τα πάθη του βρίσκοντας καταφύγιο σ’ ένα ησυχαστήριο. Το μόνο όπλο κατά του κακού είναι η υγιής πραγματικότης».

Η κοσμοθεωρία αυτή ήταν πραγματικά μια κοσμοθεωρία οικουμενικής αγάπης. Η αγάπη αντικαθιστούσε τους πολύπλοκους τύπους της βραχμανικής λατρείας. Γινόταν το παν: «Υπάρχει μια θυσία, έλεγε ο Διδάσκαλος, πιο γλυκειά κι από το γάλα, το λάδι και το μέλι: είναι η ελεημοσύνη. Αντί να θυσιάζετε τα ζώα, αφήστε τα να ζουν ελεύθερα. Ας χαρούν κι αυτά τα πράσινα χορτάρια, το νερό και την δροσερή αύρα!» Η βουδδική αγάπη αγκάλιαζε το σύμπαν. Ενδιαφερόταν για κάθε πόνο: «Έχουν χυθή περισσότερα δάκρυα παρά νερό στον μεγάλο ωκεανό», έλεγε. Και πιο πέρα συνέχιζε: «Όπως η απέραντη θάλασσα, αγαπητοί μου μαθηταί, δεν είναι νοτισμένη παρά από μια και μόνη γεύσι, την γεύσι του αλατιού, έτσι και την κοσμοθεωρία τούτη δεν την διαπερνά παρά μια μόνη ικμάδα, η ικμάδα της λυτρώσεως». Μια χαριτωμένη παραβολή, την οποία αποδίδουν στον Βούδδα, συμβολίζει την οικουμενική αυτή φιλευσπλαχνία. «Φαντασθήτε, αγαπητοί μου μαθηταί, μέσα σ’ ένα δάσος, στις πλαγιές ενός βουνού, ένα μεγάλο φαράγγι και μια λίμνη, κοντά στην οποία ζη ένα μεγάλο κοπάδι από άγρια θηρία. Σε μια στιγμή έρχεται ένας άνθρωπος που θέλει να βλάψη αυτά τα ζώα. Σκεπάζει τον δρόμο, από τον οποίο μπορούν να περάσουν με ευκολία και ασφάλεια και στην θέσι του χαράζει ένα μονοπάτι όλο παγίδες. Είναι φυσικό τότε, αγαπητοί μου μαθηταί, το κοπάδι να χαθή. Κι αντίθετα, έρχεται ένας άλλος άνθρωπος, που επιθυμεί την ευτυχία του κοπαδιού και του χαράζει ένα δρόμο γεμάτο ασφάλεια». Κι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Βούδδα.

Οι πρώτοι πέντε μαθηταί του Άλσους με τα Ζαρκάδια δεν έμειναν για πολύν καιρό οι μόνοι. Εξήντα καλόγεροι τους ακολούθησαν σε λίγο κι έτσι ιδρύθηκε το Βουδδικό Τάγμα. Οι μοναχοί διακρίνονταν από το κίτρινο ράσο τους και την κουρά. Τηρούσαν τους κανόνες της υπακοής, της ένδειας και της αγνότητος. Οι ταξικές διακρίσεις είχαν καταργηθή μεταξύ τους: «Όπως τα ποτάμια, αγαπητοί μου μαθηταί, όταν φθάσουν στον ωκεανό, χάνουν την αρχική τους ονομασία και δεν έχουν πια παρά ένα και μόνο όνομα, το όνομα του ωκεανού, έτσι, αγαπητοί μου μαθηταί, κι οι τέσσερις κάστες δεν έχουν παρά ένα και μόνο όνομα μέσα στην θρησκευτική κοινότητα». Ο μοναχός πρέπει να ασκήται στην υπομονή και να διατηρή την καλή του διάθεσι ακόμη κι όταν ακούη τις χειρότερες βρισιές. Όταν άνθρωποι μοχθηροί βρίζουν ένα μοναχό, αυτός πρέπει να λέη: «Είναι καλοί, πολύ καλοί, αφού δεν με σκοτώνουν». Κι αν τυχόν είναι έτοιμοι να τον σκοτώσουν, τότε πάλι πρέπει να πη: «Είναι καλοί, πολύ καλοί, γιατί δεν προσπαθούν να κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να με απελευθερώσουν από την φθαρτή τούτη ζωή, χωρίς να βλάψουν την σωτηρία της ψυχής μου».

Σε λίγο άρχισε η διασπορά των μοναχών: «Ξεκινήστε, αγαπητοί μου μαθηταί, για την σωτηρία του κόσμου, την ευτυχία του, από αγάπη για τον κόσμο, για το καλό των θεών και των ανθρώπων». Όσο για τον ίδιο τον Μακάριο, αφού έδωσε το σύνθημα για την διάδοσι του Βουδδισμού στις Ινδίες, επέστρεψε στην Ουρουβίλβα. Εκεί συνάντησε τρεις βραχμάνους αναχωρητάς, τους αδελφούς Κασυάπα, που ένα δαιμονικό φίδι εμπόδιζε τις θυσίες τους. Ο Βούδδας εξόρκισε το φίδι και τότε οι τρεις βραχμάνες προσηλυτίσθηκαν στην θρησκεία του. Ο γεροντότερος από αυτούς, ο Μάχα Κασυάπα, θα γινόταν ένας από τους αρχηγούς της Κοινότητος των μοναχών. Ύστερα ο Βούδδας και οι νέοι μαθηταί του έφυγαν αμέσως για την πρωτεύουσα του Μαγάδα, την Ρανταγαγκρίχα, της οποίας ο βασιλεύς Μπιμπισάρα έγινε λαϊκο μέλος της Κοινότητος και πρόσφερε στον Μακάριο το οικόπεδο του πρώτου βουδδικού μοναστηριού στις πύλες της πόλεως, του βενουβάνα.         

Συνάντησις με τον πατέρα

Μια απέραντη καλωσύνη, μια παιδική χαρά θέρμαινε αυτές τις αγνές ψυχές: «πλημμυρισμένοι από χαρά ζούμε χωρίς εχθρούς μέσα στον κόσμο. Πλημμυρισμένοι από χαρά ζούμε εμείς που δεν έχομε τίποτε στην κυριότητά μας». Η χαρά είναι η τροφή μας. Μια βαθειά αγάπη προς την φύσι συνόδευε αυτή την ψυχική τους διάθεσι: «Βέβαιος για τον σκοπό μου και δίχως βιασύνη, θέλω να μπω στο όμορφο δάσος, όπου κατοικούν οι φλογεροί ελέφαντες. Μέσα στο ανθισμένο δάσος, σε μια δροσερή σπηλιά επάνω στο βουνό, θέλω να δροσίσω το κορμί μου και να περπατήσω μόνος, χωρίς σύντροφο, μέσα στο απέραντο και όμορφο δάσος… Όταν στον ουρανό τα σύννεφα της καταιγίδας χτυπούν τα τύμπανα, ενώ διασχίζουν τους δρόμους των ανέμων, κι όταν ο μοναχός κρυμμένος σ’ έναν κόρφο του βουνού έχει απορροφηθή από την περισυλλογή, αυτή είναι η στιγμή της ύψιστης χαράς. Όταν στις ανθοστόλιστες όχθες των ποταμών, τις στεφανωμένες από την ποικιλόχρωμη γιρλάντα των δασών, είναι καθισμένος ο μοναχός, χαρούμενος και προσηλωμένος στην περισυλλογή, αυτή είναι μια στιγμή υψίστης χαράς». Και πιο πέρα, στο ίδιο πάντα θέμα, ξαναβρίσκομε την έκκλησι αυτή προς την απομόνωσι: «Πότε, λοιπόν, θα κατοικήσω μέσα σε μια σπηλιά, κατεχόμενος ολόκληρος από το αίσθημα της προσωρινότητος κάθε υπάρξεως; Πότε, έχοντας για οδηγό την σύνεσι και φορώντας κουρελιασμένα ρούχα κι ένα κίτρινο ράσο, θα κατοικήσω ολόχαρος στο βουνό; Τα μέρη που στεφανώνονται από τους θάμνους, όπου πέφτει η βροχή, όπου υψώνεται η φωνή των ελεφάντων, όπου ηχεί η κραυγή του παγωνιού, όπου περιπλανώνται οι σοφοί, αυτά τα τόσο όμορφα μέρη με γεμίζουν ευεξία».

 Ενώ στις όχθες του ανατολικού Γάγγη, ο Βούδδας από πόλι σε πόλι και από μοναστήρι σε μοναστήρι οργάνωνε την θρησκευτική του Κοινότητα, εκεί ψηλά στην γενέτειρά του, κοντά στο Τεράι του Νεπάλ, ο πατέρας του, ο γεροβασιλιάς Σουφοντάνα, του έστελνε αλλεπάλληλα μηνύματα για να τον ξαναδή πριν πεθάνη. Κι ο Βούδδας βλέποντας ότι το έργο του πια ευωδωνόταν, αποφάσισε να ενδώση στην επιθυμία αυτή του πατέρα του. Πήγε, λοιπόν, στην Καπιλαβάστα και συνάντησε τους δικούς του. Φυσικά στην Καπιλαβάστα, όπως, άλλωστε κι από οποιοδήποτε άλλο μέρος κι αν περνούσε, συνέχιζε να ζητιανεύη για να εξασφαλίζη την πενιχρή τροφή του. Στον πατέρα του φέρθηκε με απέραντη τρυφερότητα, καθώς και στην γυναίκα του την Γκόπα. Γνώρισε τον γιο του Ραούλα, που στο μεταξύ είχε μεγαλώσει, και τον προσέλαβε στην Κοινότητα. Ο αδελφός του Βούδδα, ο Νάντα, έγινε κι αυτός μοναχός παρ’ όλο που ο ίδιος δεν έδειξε και τόση προθυμία γι’ αυτό. Ο Βούδδας χρησιμοποιώντας ένα τέχνασμα, τον παρέσυρε στο μέρος, όπου είχε την κατοικία του και τον κράτησε εκεί, ενώ ο νους του Νάντα ταξίδευε διαρκώς στην χαριτωμένη του σύζυγο, που είχε αποχωρισθή, ώσπου τελικά μια μέρα έγινε κι αυτός μοναχός. Ύστερα από λίγο ο Βούδδας ξαναγύρισε στην Καπιλαβάστα, αυτή την φορά όμως πετώντας, για να πάρη την τελευταία πνοή του ετοιμοθάνατου πατέρα του. Όσο για την μητέρα του, που είχε πεθάνει την στιγμή που εκείνος γεννιόταν, δεν την ξέχασε ποτέ και ξεκίνησε να πάη ειδικά στον ουρανό των τριαντατριών θεών για να της διδάξη τον Βουδδικό Νόμο. Με την ευκαιρία αυτή έμεινε τρεις μήνες στον ουρανό. Η κατάβασίς του για δεύτερη φορά στην γη από μια σκάλα στολισμένη με πολύτιμους λίθους, έχει πολλές φορές αναπαρασταθή από την βουδδική εικονογραφία και ιδίως την θιβετιανή ζωγραφική.

Όταν επέστρεψε από το ταξίδι του στην γενέτειρά του, ο Βούδδας εγκαταστάθηκε πια στην Μαγκάντα. Μια μέρα τον επισκέφθηκε ο πλούσιος έμπορος Αναθαπίντικα, από το Κραβάστι, μια περιοχή στο βασίλειο της Κοζάλα (Αούντη). Ο Αναθαπίντικα πρόσφερε στην Κοινότητα το άλσος Ντγεταβάνα, που βρισκόταν μέσα στην πόλι αυτή. Στο Κραβάστι ο Βούδδας έκανε ένα μεγάλο θαύμα, γνωστό ως το «Μεγάλο Θαύμα». Ο Πραζενάνγιτ, βασιλεύς της Κοζάλα, είχε οργανώσει ένα διαγωνισμό θαυμάτων ανάμεσα σ’αυτόν και τρεις αντιπάλους του ασκητάς. Η σκηνή κατέληξε στην αποθέωσι του Μακαρίου, ο οποίος ανέβηκε στον ουρανό κι «έφθασε ως την περιοχή του φωτός κι αμέσως άρχισε να εκπέμπη πολύχρωμες λάμψεις. Από το επάνω μέρος του σώματός του αναπηδούσαν φλόγες κι από την μέση και κάτω έτρεχε σαν βροχή το κρύο νερό». (Ντιβγιαβαντάνα). Ύστερα από λίγο τον είδαν να κάθεται πάνω σ’ ένα λωτό με το Βράχμα δεξιά του και τον Ίντρα αριστερά του. Έπειτα, κάνοντας χρήσι της παντοδυναμίας του, παρουσίασε με τρόπο μαγικό κι άλλους αναρίθμητους λωτούς. Μέσα στον καθένα από αυτούς υπήρχε ένας Βούδδας όμοιος με εκείνον…

 Ο εξάδελφος του Βούδδα, ο Ντεβαντάτα, που ζήλευε την δόξα του, συνεννοήθηκε με τον πρίγκιπα Αντγιακατρού, ανάξιο γιο του ευσεβούς βασιλέως της Μαγκάντα, Μπιμπισάρα, πώς να επιβουλευθούν κι οι δυο την ζωή του. Μια μέρα, λοιπόν, την στιγμή που ο Βούδδας περνούσε με τους μαθητάς του, άφησαν να ορμήση επάνω του ένας μεθυσμένος ελέφαντας. Αλλ’ ο Μακάριος με την πραότητά του εδάμασε το μαινόμενο ζώο, που, ξαφνικά, σταμάτησε μπροστά του και τον προσκύνησε. Αυτό είχε συμβή κι άλλη φορά μ’ έναν οργισμένο βούβαλο.

 Ένας πίθηκος ήλθε μια μέρα να προσφέρη στον Βούδδα ένα δοχείο μέλι. Γεμάτο χαρά που είδε την προσφορά του να γίνεται δεκτή, το ζώο έκανε ένα τέτοιο βίαιο πήδημα, που σκοτώθηκε. Αμέσως όμως ξαναγεννήθηκε στο σώμα ενός αγίου. Μια άλλη φορά ένα παιδί, μη έχοντας τίποτ’ άλλο να προσφέρη στον Μακάριο, του δώρισε με όλη του την αφέλεια μια φούχτα σκόνη. Για την συγκινητική αυτή χειρονομία του, ανταμείφθηκε με το να ξαναγεννηθή μια μέρα στο σώμα ενός μεγάλου Ινδού αυτοκράτορα, του Ασόκα.

Στο μεταξύ ο Βούδδας είχε γίνει ογδόντα χρόνων. Σαράντα ολόκληρα χρόνια κήρυττε. Όταν ένοιωσε να πλησιάζη το τέλος του, θέλησε να επισκεφθή ακόμη μια φορά τα μοναστήρια που είχε ιδρύσει. Εγκατέλειψε την Ραντγιαγκρίχα παίρνοντας τον δρόμο προς τον βορρά, ακολουθούμενος από ένα μόνο μαθητή, τον Ανάντα: «Είμαι γέρος, Ανάντα. Είμαι ένα γεροντάκι που έφθασε στο τέλος του δρόμου του. Τώρα πια θα είσαι εσύ ο ίδιος λύχνος του εαυτού σου και θα έχης για μόνο προστάτη τον εαυτό σου. Ας είναι η αλήθεια ο μόνος σου οδηγός». Διέσχισε το Βαϊκάλι συνεχίζοντας την ζητιανιά. Μια μέρα σε μια αξιόλογη ομιλία του προς τους μαθητάς του, τους ανήγειλε τον προσεχή θάνατό του. «Η ζωή μου πλησιάζει στο τέλος της. Το τέρμα είναι εδώ κοντά. Εγώ φεύγω και σεις μένετε, τους είπε. Να αγρυπνήτε αδιάκοπα και να ζήτε πάντα με αγιότητα». Άρρωστος και κατάκοπος έφθασε τελικά στην τοποθεσία που λεγόταν Καουκιναγκάρα, στην χώρα των Μάλλα, όπου είχε αποφασίσει να εισέλθη στην Νιρβάνα.

Έτσι πέθανε γλυκά και αργά ο σοφός αυτός, που επιθυμούσε οι χορδές του λαούτου να μην είναι ούτε πολύ χαλαρές ούτε πολύ τεντωμένες. Στις όχθες του ποταμού Χιρανγιαβάτι, μέσα σ’ ένα κήπο από κάλες διέταξε να του ετοιμάσουν ένα κρεβάτι ανάμεσα σε δυο δίδυμα δένδρα, που αμέσως γέμισαν άνθη. Ο Ανάντα είχε αρχίσει ν’ απελπίζεται. Κι ο Βούδδας τον παρηγορούσε με απέραντη τρυφερότητα: «Μην αναστενάζης, μην απελπίζεσαι. Από εκείνο που αγαπά ο άνθρωπος πρέπει πάντα ν’ αποχωρισθή. Πώς είναι δυνατόν, Ανάντα, να μη φύγη κάτι που γεννιέται και υπόκειται σε φθορά; Αλλ’ εσύ, Ανάντα, χρόνια τώρα υπηρέτησες την τελειότητα, με αγάπη και χαρά, χωρίς προσποίησι και υστεροβουλία, με τα λόγια και τις πράξεις σου. Έκανες πάντα το καλό, Ανάντα!» Και πριν εγκαταλείψη τον κόσμο απευθύνθηκε και πάλι στον Ανάντα: «Μπορεί να κάνετε την ακόλουθη σκέψι, όταν θα έχω εξαφανισθή: «Δεν έχομε πια Διδάσκαλο!» Σας τονίζω όμως, αγαπητοί μου μαθηταί, ότι ό,τι γεννιέται είναι φθαρτό. Να αγωνίζεσθε αδιάκοπα!» Αυτά ήσαν τα τελευταία λόγια του. «Το πνεύμα του», αναφέρει μία βουδδική κατήχησις, «εισχώρησε στα βάθη της μυστικής απορροφήσεως, κι όταν έφθασε στον βαθμό αυτό, όπου κάθε σκέψις, κάθε έννοια σβήνει, όπου η συνείδησις του ανθρώπου παύει να υπάρχη, τότε εισήλθε στην υπέρτατη Νιρβάνα. Μπροστά στην πύλη του Κουκιναγκάρα που ανοίγεται προς την Ανατολή, οι ευγενείς των Μάλλα έκαψαν το σώμα του Βούδδα με όλες τις βασιλικές τιμές».

{468}
top
© Translatum.gr 2001-2016. All rights Reserved
Facebook