English - Greek Translation Services, Greek Dictionaries, Machine Translation
Translatum - The  Greek Translation Vortal
Translatum.gr - Greek Translation
Greek Translation Services
 Ask a terminology question in the forum!
Sitemap | News | Tell a friend | RSS
Translatum Greek Translation Forum
Our page on facebookFollow us on twitterRSS feed


Greek translation Greek dictionariesΣπύρος Μπογδάνος (Παξινός Συγγραφέας CV)
   Βεντάριο (Γλωσσάριο) Παξινών Λέξεων - Αποσπάσματα

ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΠΑΞΙΝΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ
Παξοί - το Μαγικό Νησί του Ιονίου

Φυσικό είναι να υπάρχουν και διάφοροι ιδιωματισμοί είτε στα ρήματα, είτε στα άρθρα, είτε στα άλλα μέρη του λόγου.

Το γ όταν υπάρχει ανάμεσα από δύο φωνήεντα παραλείπεται π.χ θυγατέρα / θυατέρα, πνιγώ / πνιώ, καλόγερος / καλόερος, μάγειρας / μάερας, διαταγή / διαταή κ.λπ. Στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού στα ρήματα η κατάληξη -με γίνεται -μου π.χ. πάμε / πάμου, τρώμε / τρώμου, διαβάζαμε / διαβάζαμου κ.λπ. Τα άρθρα τους, της γίνονται τσου, τσι αντίστοιχα. Τα ντ τονίζεται ιδιαίτερα καθώς και το μπ. Το ε, η, υ, ω, και το ι μεταξύ δύο συμφώνων παραλείπεται π.χ έρημο / έρμο, δώσετο / δώστο, φυτίλι / φτίλι, ζυμώνω / ζμώνω κ.λπ. Το το, τη μετά το ρήμα συνενώνονται μ ' αυτό, όπως στην Ιταλική γλώσσα π.χ φέρε το / φέρτο, πάρε το / πάρτο κ.λπ.

Το ε του παρατατικού μετατρέπεται πολλές φορές σε η π.χ έπρεπε / ήπρεπε, έφερε / ήφερε κ.λπ. Πολλές φορές προστίθεται η κατάληξη ε σε λέξεις και ρήματα π.χ πήγαν / πήγανε, εμένα / εμένανε, φώτων / φωτώνε, παιδιών / παιδιώνε, κοτών / κοτώνε κ.λπ. Η κατάληξη τα προστίθεται για να δώσει έμφαση σε ορισμένες λέξεις π.χ γαμπρικά / γαμπρικάτα, νεκρικά / νεκρικάτα, πρόσωπα / προσωπάτα κ.λπ. Τέλος χαρακτηριστικό της ομιλίας είναι το τραγουδιστό.

Πάμπολλα παραδείγματα χρήσης της παξινής διαλέκτου θα βρείτε στα έργα του Σπύρου Χ. Μπογδάνου, π.χ. στο διήγημα Διδυμάνες.

Α

αβάλη - κόλπος
αβανιά - ρετσινιά, δυσφήμιση
αβαντζάρω - υπερβαίνω
αβαντζέρνω - μου χρωστάνε
αβαντιζαϊτε - μποστά
αβαρία - εξυπηρέτηση
αβγατένω - κάνω περισσότερα, πολλαπλασιάζω
αβέρτα - συνέχεια
αβέρτα πάγκα - συνέχεια
αβέρτο - ανοιχτός χώρος, μεγάλος, χωρίς εμπόδια
αβέρτο πετσάλι - ελεύθερο, ανοιχτό
αβιζάρω - ειδοποιώ
αβλογγιά - λευκάκανθος
αβογαδόρος - κατήγορος
αβουκάτος - δικηγόρος
αγάλια - σιγά
αγάλικα - αφρομύγδαλα
αγερίνα - άμμος ψιλή
αγγανάδος - απατημένος
αγγανάρω - απατώ
αγγείο - κουβάς
αγγελοκρούστηκα - φοβήθηκα
αγιασμός - διόσμος
άγιατρο - αθεράπετυτο
αγιούτο - βοήθεια
αγκούσα - στεναχώρια
αγκουσεύομαι - στενοχωριέμαι
αγκωνάρι - η εξωτερική γωνία του σπιτιού
αγκωνή - η γωνία του ψωμιού
αγλέουρα ( έφαε τον) - έφαγε τον περίδρομο
αγόδερ - νομή, επικαρπία
αγουνίστρα - γωνιά κουζίνας για μαγειρική
αγρικάω - έχω στο νου μου
αγώι - αλεστικό δικαίωμα
άζουλα - κόπιτσα
άιρα και κάιρα - όπου - όπου, παντού
ακισταδόρος - αυτός που αποκτάει
ακιοτάδος - αποκτημένος
ακιστάρω - αγγιστάρω - αποκτώ
ακίστο - τόχω αποχτήσει
ακλεριάζω - ρημάζω
άκλερος - έρημος
άκολα - πολύ βαθειά, απάτητα
σκόντο - έναντι λογαριασμού
άκοπα - συνέχεια, χωρίς διακοπή
ακορδάρω - συμφωνώ
σκόρδο - συμφωνία
ακουζάρω - κατηγορώ
ακουζατόρος - δημόσιος κατήγορος
ακουϊστά - επί πλέον πράγματα
ακουστάδα - αποκτημένη
αλάδα - τούφα μαλλλιών
αλαγραμέντε - καλή ανάρρωση
αλαμαρνέρα - ρόμπα
αλαμπρατσάντε - αγκαζέ
αλαπρέστα - γρήγορα
αλάργα - μακριά
αλάρμα - πένθιμο χτύπημα καμπάναο
αλαρουμάνα - μακριά μαλλιά
αλασκαβάτσα - το μαντήλι ριχτό στην πλάτη
αλασκάγια - ανάρριχτα
αλαφάτσα - το μαντήλι άδετο με τις άκρες σηκωμένες
πάνω στο κεφάλι σταυρωτά
αλεγάδος - σχετικός
αλεγκατσιόνες - επεξηγήσεις
αλεγράρω - χαίρομαι, ευθυμώ, ξεδίνω
αλέγρος - χαρούμενος, ευχάριστος αλειάδα - οκορδαλιά αλέρτα - πόστο, θέση
αλεσιά - ζύμωμα ελιών
αλέστος - πρόθυμος
αλιμάγκου - ή (σε αρνητική ερώτηση) π.χ αλιμάγκου ήρθε;= ή ήρθε=δεν ήρθε
αλιμέντο - διατροφή
αλιφιέρης - εκτελεστικό όργανο, κάτι σαν το βαθμό
του Σημαιοφόρου
αλιχτισιά - γαύγισμα, μεταφορικά η κραυγή πόνου
αλπετράριος - διαιτητής
αλπέτρες - διαιτητής
αλόη - φάρμακο
αλόισες - κακές γυναίκες ( με την έννοια της κακιάς)
αλτεράδος - αδιάθετος
άλτο - ψήλωμα ( πιο άλτο=πιό ψηλό)
άλτρα πάντα - από τη μια μεριά στην άλλη
αλτσετούρα - πιέτα
άλτσος - αλυσίδα
αλυπίτσα - θάμνος αγκαθωτός
αμάν μπάσα - λεηλασία
αμιά - λοιπόν (ακολουθεί το ρήμα)
αμέ - βεβαίως
αμμούσα - πηλός
αμολέρνω, αμολάρω - αφήνω
αμόντε, αμούντε πάω - πάω χαμένος
αμπαδάρω - λογαριάζω, υπολογίζω
άμπακα (έφαε τον) - έφαγε πάρα πολύ
αμπάσος - φιλήσυχος
αμπατάριστος - αδιάφορος, ζαμανφουτίστας
άμπιλη - ικανή, κατάλληλη
άμπλα ουτουριτά - ευρεία, απόλυτη, πλήρη εξουσία
αμπονόρα - ενωρίς
αμπόδεμα - μάγια
αμπούζο - κατάχρηση εξουσίας
αμπούλες - πολλά νερά
αμπώνω - σπρώχνω
αναδεύομαι - ανακατεύομαι, ασχολούμαι
ανάερα - εναέρια
ανάκαρο - διάθεση
ανακατωγυρίζω - αναποδογυρίζω
ανακούρκουδα - ανάποδα
αναπαψώλια - χαλκάδες κρεμμασμένοι πάνω απ' το κρεββάτι της νύφης, που περνούσαν τα πόδια της την πρώτη νύχτα του γάμου.
αναριτσιένω - ανατριχιάζω
ανασκουμπόνομαι - ανασηκώνομαι και φτιάχνομαι δυσανασχετώντας.
ανατσούμπαλος - ακατάστατος
ανατσολόϊση - ακαταστασία
ανά φουφού - στον αέρα, πάνω πάνω
ανάφαντος.- απρόσεκτος
αναχαράζει - μυρικάζει
ανελέτα - γάντζοι που περνούν τα κορδόνια των παπουτσιών
ανεμογάμης (ήρθε όπως ο) - ήρθε κι έφυγε αμέσως
ανεμούρι (πάει το στόμα του) - μιλά ασταμάτητα
ανεμοίρα - αμοίραστα
ανέσωστος - ατέλειωτος
ανστάντζα ή ιστάντζα - δικαστική προσφυγή
ανήμερα - την επομένη
αντάμα - μαζί
άνταμος - γίγαντας, μεγαλόσωμος
άντζα - γάμπα
αντζαρδάρω - ενθαρύνω
αντζάρδο - θάρρος, θράσος
αντιδαύλι - ξύλο από νέα κλαριά δένδρου για τη φωτιά
αντικαμσρα (σου κάνω) - πεισμώνω και πηγαίνω αλλού από σένα.
αντιμάμαλο - το κύμα που χτυπάει στην ακτή και ξαναγυρίζει.
αντρετζο - εργαλείο, εξάρτημα
αξετίμωτος - ωραίος, λεβέντης
απάγγειο - καταφύγιο
σπαθιά - ησυχία, απραξία
απαλά - το κάτω μέρος του κουπιού
απαλατήδι - το υγρό που περισσεύει στο φτιάξιμο του
σαπουνιού
απανωκόμι - επιπλέον, παραπανίσιο, υπερκέρδος
απαρέντζα - εικονικά, για το θεαθήναι
απαρθενεύω - ανήκω
απέκια - ειδάλλως
απελλάντε - αυτός που κάνει έφεση, ο προσφεύγων
απίκου ( είμαι) - είμαι στην ώρα-μου
απίκουπα - ανάποδα
απιλάρομαι ,απελάρω - εκκαλώ, εφεσιβάλλω
απιλατζιόν - προσφυγή, έφεση
απιόμπου, απιόμπο - έτοιμος
απίπιλε - καθ ' ολοκληρία
απλάδενα - πιατέλα
απλιτά - ικανότητα, ευχέρεια
απόγραμμα - διεύθυνση
αποδέλοιποι - υπόλοιποι
απόδιαβα - μετά τη γιορτή
αποζετάρω - υποθηκεύω, θέτω
αποκαρωμένος - μισοαποκοιμημένος
αποκατάρι - το κεραμύδι που πάει από τη κάτω μεριά
αποκοντιασμένος - υποκόντριος
απολιώρα ,- προηγουμένως
αποπανάρι - το κεραμύδι που πάει από τη πάνω μεριά
απόπατος - τουαλέτα, καμπίνες
αποσεδειριές - ελιές καταγής από την αρχή της σοδειάς
απόστα - επίτηδες
αποστάρκα - επίτηδες
αποστίλλα - σημείωση στο περιθώριο
αποσύμπελε - αδύνατο
αποχαυνώνομαι - μισοαποκοιμιέμαι
απροβάδο - εγκεκριμένο
απρομπάρω - εγγρίνω
απρόντα - έτοιμη
αράδα - γραμμή
αράϊντα - αράντα (του σπιτιού) - ο περίβολος
αράτα - ρώγα σταφύλι
αρεβάρω - φτάνω
αρεβολίζω - πάω κι έρχομαι γρήγορα
αρέντα - γρήγορα
αρέντε - πλησίον, κοντά
αρεστάδος - κρατούμενος, φυλακισμένος
αργούντουλα - το ξύλο που κουνά το τιμόνι της
βάρκας
αρκεβίστας - αρχειοφύλακας
αρκούμπουζο - είδος πυροβόλου όπλου
αρμαθιά - μάτσο
αρμακαδένα - ξύλο κάθετο στο παπά της σκέπης που πάνω του στηρίζονται δύο λοξά υποστυλώματά του παπά δεξιά και αριστερά
αρμάρι - ντουλάπι
αρμαρόνι - ντουλάπι
αρμενάλια - σοφίτες
αρμέω - αρμέγω
αρμιδι - πετονια
αρόδου - μακριά
αρτίζω - βάζω λάδι στο ψωμί μου.
αρτίκολο πρίμο - πρώτη ενέργεια, πρώτη δουλειά
άρτσι πέλαο - μακριά
αρτύθηκα - χάλασα τη σαρακοστή μου
ασενιάρω - δίνω, μεταβιβάζω
ασένιο (τόχει) - τάχει τετρακόσια
ασκλιδιά - σκίλλα
αοκοποθώνομαι - σηκώνομαι και κάθομαι συνέχεια
ασκρουμένομαι - προσέχω ν' ακούσω
ασουμέρω - λαμβάνω, δέχομαι
ασούσουμος - αγνώριστος
ασπάλαθρας - κύτισος
ασπάσο (πάει) - πάει περίπατο
άστα - σήκω
αστέ ντούε (μ' έχεις) - μέχεις ορθό και μη καθούμενο
άστο- άφησε το
ατεντέρω - ακούω, πείθομαι, συμμορφώνομαι
ατζεπήρω - δέχομαι, αποδέχομαι
ατζιόν - αγωγή
άτζο - άττο, άττη - συμβολαιογραφική πράξη
ατόρνου - πέριξ
ατρέτζο - σύνολο πραγμάτων απαραιτήτων για ορισμένη χρήση.
ατσιντέντε - απόοπτο και δυσάρεστο
αττίβα - έτοιμη, άξια για κάθε τι
αφιδεύομαι - εμπιστεύομαι
αφιτιβαμέντε, εφιτιβαμέντε - πραγματικά
αφογκράζομαι - παρακολουθώ ακουστικά
αφοδιά - αυλή
αχαμνός - χλωμός
αχαρολόϊστη - άχαρη
άψε- άφησε
αφώνω - φουντώνω

Β

βαβύλα - χρυσόμυγα
βάζο - ανθοδοχείο
βαΐζει - κλαρί γεμάτο καρπό και γέρνει από το βάρος
βαλάγγι - βελανίδι
βάλε αμέντι - σκέψου
βαντάκα - τσάντα για ψώνια, μπόγος μικρός
βαντιέρα - δίσκος για κέρασμα
βαραμέντε - (βλέπε αλιμάγκου)
βάρηνε - βαρούσε
βάρτου - βάρα του
βόσκα - λεκάνη, δοχείο που πέφτει το ζυμάρι σε ελαιοτρίβι.
βατεύω - κάνω ερωτά, γονιμοποιώ
βατσίνα - εμβόλιο
βατσουνιά - βάτος
βεγγέρα - γλέντι
βελέσι - παλτό, χοντρό ρούχο.
βελονίδα - ζαργάνα
βένα - φέτα πετρώματος
βενζίνα - καΐκι
βεντάμα - φτερούγισμα
βεντάριο - ευρετήριο
βεντερούγα - αρρώστια που κυρτώνει η πλάτη
βέντουλο - χαρτόνι που φυσάνε τα κάρβουνα
βεργέτες - βέργες χεριού
βερίνες - οι βόλτες που παίρνει το σχοινί
βέρσο - τουπέ, αλαζονεία
βέστα - ποδιά σχολική, φούστα
βεστάγια - ρόμπα
βεστιέρα - ρόμπα
βέτζες, ισβέτζες (στις ίδιες του) - στη θέση του
βιατζάρω - ταξιόεύω
βιάντζο - βόλτα, περίπατος
βιβάρι - γεμάτο
βίγλα - επιμέλεια, φροντίδα
βίδιο (μ' άλλο) - μ' άλλη δόση
βίζιτα-επίσκέψη
βιλάρι - ρολό ύφασμα
βινιέτα - διακόσμηση σε εξώφυλλο βιβλίου
βινώ - συνουσιάζομαι παράνομα
βιρβιρίκι - θυλίτσα από κλωστή
βίρτσινος - χρεωμένος
βίτζο καπετάνιος - αντιπλοίαρχος
βίτσα - βέργα, κομμάτι ξύλο λεπτό που τύχουν για να
δέρνουν τα παιδιά
βλησίδι - κόσμημα που προσφέρεται στη νύφη, τάμα σε εικόνα.
βογγύλι - χοντρό κομμάτι, συνήθως λέγεται και για το νερό που τρέχει.
βολά - φορά
βολιδοσκοπώ - κατασκοπεύω
βολίμι - μολύβι (μόλυβδος)
βόλτο - καμάρα, τόξο που σχηματίζουν δύο κολώνες
βουβός - μουγγός
βούλτα - ακαθαρσίες γαϊδάρων
βουλτοκάβαλα - κόπρανα γαϊδάρων
βουρδούλιο - φασαρία, θεατρινισμοί
βουρλιάζω - περνώ την κλωστή στο βελόνι
βουρλίζομαι - τρελλαίνομαι
βουτζουριχτός - τρεχάτος
βουτζί ή βουτσί - μεγάλο βαρέλι
βρακί - παντελόνι.
βρακολινιά - ζωνάρι
βράχλο - πτέρι
βρακοντιές - είδος φυτού
βρικάζω - φωνάζω δυνατά
βρυσίδι - κεφάλαιο

Γ

γαδίνι - φλυντζάνι του τσαγιού
γαζεττα - παλιό ενετικό νόμισμα ίσο με δύο ενετικά σόλ-δια.
γαλάρα - καθαρή
γαλδίδος, γαλδίδα - εφοδιασμένος,ενχρήσει (καΐκιγα-λδίδο)
γαλδιμέντο - προς χρήση
γαλετίνες - μπισκότα
γαλέτο - παξιμάδι
γαλεότα - πολεμικό πλοίο
γαλιόνι, γάλιο - φορτηγο πλοίο εξοπλισμένο για τη μεταφορά χρυσού, ασημιού
γαλότσα - μπότα
γανάσα - σιαγόνα
γανώνω - μαυρίζω, λερώνω
γάρμπο - φλερτ, κόρτε
γαστάλδος - αυτός που διοικεί τις υποθέσεις άλλων
γατσίνι - γάτος
γδώνω - τεντώνω
γεντέκι - σχοινί για ρυμούλκηση πλοίων
γεραμέντο - μετατροπή, επισκευή
γιακέτα - σακκάκι
γιαλοράκι - ροκοπότηρο
γιάξε - κοίταξε
γιαπράκια - γιουβαρλάκια
γιάτο - νάτο
γιάτσο - κρύο, παγωμένο
γιόμα - μεσσημεριανό
γιομάρι - δέμα
γιομώζω - γεμίζω
γιότσα - έπιπλο σαλονιού
γιουδιοτόν - απόφαση
γιούλια - ία
γιούργια (δίνω) - βοηθώ μαζί με άλλους γιους
πατρονάτους - δικαίωμα επί εκκλησιαστικού κτήματος παραχωρηθέντος από το Βενετικό Δημόσιο
γιουοτάρω - τακτοποιώ
γισταμέντο - συμφωνία που τακτοποιούνται λογαριασμοί ή διαφορές
γκανιότα - δοχείο για είσπραξη (σε σπίτια που γίνονται χαρτοπαίγνια για πληρωμή)
γκενεράλ επίτροπος - γενικός επίτροπος, γενικός πληρεξούσιος.
γκενεράλες ή γκενεράλης - στρατηγός, αρχηγός
γκέσο - κιμωλία
γλαρώνω - μισοαποκοιμιέμαι
γλήγορα - γρήγορα.
γλίμα - κομμάτι σαπουνιού.
γλίνα - λάσπη
γλίτσα - σκουλήκι για ψάρεμα
γλούπος - λαιμαργία
γλυκάδι - ξύδι
γοβέρνο - κυβέρνηση
γοδέρω - χρησιμοποιώ κάτι πολύ καιρό
γόμενα ή γούμενα - καραβόσχοινο
γόμπα- καμπούρα
γορδελαρισμένα - ενωμένα με χοντρή κλωστή
γορδελάρω - ενώνω με χοντρή κλωστή
γουαντιέρα - δίσκος
γουζιός - τσαλαπετεινός
γούζο μου - για τον εαυτό μου
γουλερό - σωρός με πέτρες
γουλί - χαλίκι
γουλίζω - τρίβω στην πλάκα το χταπόδι ή τη σουπιά
γουλοκόφινο - καλάθι για να μεταφέρουν τις πέτρες γούρνα - φυσικό πετρώδες κοίλωμα πάνω σε βράχο
γράβα - σπηλιά
γράβαλο - τσουγκράνα
γραντζαλίζω - ψάχνω κάτι κάνοντας φιλοθόρυβο
γραντζέουλα - κάβουρα
γραντζέουλα - μουντζουριά
γραπώνω - αρπάζω, πιάνω
γρέμπα - τοίχος, ξερολιθιά
γρέντα - το κάτω μέρος της "ζυφταριάς"
γρότα - τρύπα
γρουδιένω - σουφρώνουν τα χέρια ή τα πόδια όταν μείνουν πολύ στο νερό
γρουμπανιά - το πέσιμο
γρούψα-δίψα

Δ

δαβλί - ξύλο καιόμενο, μεθυσμένος.
δάντσια - φόροι
δάρτης - κουρασμένος
δαρτό νερό - νερό πολύ από βροχή
δεκουτζιόν - αμέσως
δεκρέτο - απόφαση
δελεγάτος - εντεταλμένος
δελέγκου - αμέσως
δεμπιτόρος - οφειλέτης.
δενόντσια - ιατρική έκθεση.
δεποζιτάρω - παρακαταθέτω
δεπόζιτο - παρακαταθήκη
δεπουτάτος - πληρεξούσιος, εξουσιοδοτημένος
δεροτόρος - κυβερνήτης, διευθυντής.
δεσγούτο - δυσάρεστα (πράγματα), δυσαρέσκεια.
δεσκρετζιόν - διάκριση.
δεσμπόρσο - καταβολή χρημάτων, δαπάνη
δεσπέτο - πείσμα.
δεσπουτάτος - διοικητής, ηγεμών
δεσφιλάδο - ξεφτισμένο
δήλησε (μου δήλησε το όνειρο) - μου βγήκε αληθινό.
διάνα - λευκή
δίημα (πάει) - αφήνει εποχή
δικιαρίρω, δεκιαράρω - δηλώνω
δίρετος - κατ' ευθείαν
δίρετα - δίκαια
διοτριγάρω - εξηγώ
διτζεδέρω - αποφασίζω, κρίνω
δίτολο - τίτλος
δίχαλα - δίπροκα δόγα - σανίδα βαρελιών
δογάνες - τελωνειακοί δασμοί
δόγα - σανίδα βαρελιών.
δόγες - κομμάτια
δόγκα - σκέψου
δονατζιόν - δωρεά
δόπιος - διπλούς
δοτερία - ευφράδεια λόγου
δοτόρος - γιατρός
δουκάτο ή δουκατόνι - χρυσό νόμισμα υποδιαιρούμενο σε μάρτζελλους και σολδία.
δραγάτης - αγροφύλακας
δραξιά - σταγόνα
δυναμάρι - στήριγμα

Ε

εγγιστάρω - αποκτώ
έγιανε - έγινε καλά
εδαυτού - ακριβώς αυτού
εδεδώ - εδώ ακριβώς
εδεκεί - εκεί ακριβώς
είδισμα - τίποτα
εκουϊστάδος - αποκτηθείς
εκτενταρίζομαι - καθαρίζομαι
ελόου μου ή τουλόου μου - εγώ
εμπατζάρω - διενοχλώ
έμπλασε - έπιασε
έμπο - καταιγίδα, ανεμοστρόβιλος
ενεξεκουτζιόν - σε εκτέλεση
ένιαξε - μάζεψε, μίκρηνε
εντεπόζιτο - παρακαταθήκη
εντιματζίον - δήλωση, αίτηση
εντράδα - εισόδημα
εξαμιναδορος - ελεγκτής,
εξεκουτζιόν, εκζεκουτζιόν - εκτέλεση
εξεποχτήστηκα - ξεθεώθηκα
εξεποχτίστηκε - πέθανε
εριγγέρω - παρίσταμαι, εγείρομαι
έρμο - έρημο
ερριάστηκα - ξεπάγιασα, κρύωσα
ερσερέβω - αποδέχομαι
εσάκιασε - νερούλιασε
εσπόρσο - πληρωμή
εστρυμποχνιάστηκα - στεναχωρήθηκα
ετζαμινάρω - εξετάζω
έτι - μόλις
εσφαγγιουδητζάλ - εξώδικος
ετσούκλωσε - γέμισε το στομάχι μου
εφουτιβαμέντε - πραγματικά

Ζ

ζάντες - κορδέλλες
ζερβελιά - βερυκοκιά
ζερνίζει - λοξεύει
ζιψιά - πολύ βρεμμένο
ζορκόκολος - ξεβράκωτος
ζορκολαίμης - γυμνόλαιμος κόκορος
ζόρκος - γυμνός
ζούλα - προβατίνα
ζυφταριά - πιεστήριο παλιού τύπου
ζύφω - πιέζω
ζωφό - στυφό
ζώφους (φέρνει) - φέρνει αέρα κατά διαστήματα

Η

ήβρεμα (θα τόχω) - θα τόχω έτοιμο
ηλιόκριση - το γέμισμα του φεγγαριού
ήμα - ήμουν

Θ


θαραπάομαι - ευχαριστούμαι
θελέσπια - μεγάλη
θέρμη - πυρετός
θηλίκια - κορδόνια
θλιβερός - δύστυχος
θράσιος - νηστικός
θρούνι (δεν υπάρχει) - δεν υπάρχει ψυχή, κανείς
ιγγλεζίνες - καμώματα

Ι

ίγγερα - άκρη άκρη
ίγκια ίγκια - άκρη άκρη
ιμαντινιέρω - διατηρώ, τηρώ
ιμπάντο - στην άκρη
ιμπιτζάρομαι - αναμυγνύομαι
ιμποστούρα - κατηγορία, συκοφαντία
ιμπουτάρω - κατηγορώ, σπιλώνω
ιμπουτατζιόν - κατηγορία
ιμπρέζα - διαφορά
ιμπρέζα (το πήρα) - το ανέλαβα
ιναπιλάμπελε - ανέκκλητος
ινβεστίρω - επενδύω
ινβόζε - προφορικά
ινγραβιάδος - βεβαρημένος
ινζεκουτζιόν - σε εκτέλεση
ινκαντάρω - εκθέτω σε δημοπρασία
ινκάτο - παζάρι
ινκόμοδα - ενοχλήσεις, κοψίματα
ινκόντρο - παραλαβή
ινκουϊζιτος - κατηγορούμενος
ινκρυμέσιον - σε πληρεξουσιότητα
ινμπότα - στο λεπτό
ινόρδινο - σε ετοιμότητα, έτοιμος
ινπένιο - υποχρέωση
ιντερβενιέντε - πρόσωπο που βοηθούμενο ή οδηγούμενο και από κοινού με δικηγόρο ανελάμβανε επί Ενετικής δημοκρατίας, την διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων.
ιντερέσο - ενδιαφέρον
ιντερέσο - οφελήματα, τόκοι
ιντιμάδος - κοινοποιημένος
ιντιμάρω, ιντιμαρίζω, ιντιμαρίζομαι - κοινοποιώ, δηλώνω
ιντιματζιόν - κοινοποίηση, δήλωση
ιντόρνου - πέριξ, γύρω - γύρω
ιντρομετέρω - παρεμβάλλω


 
 

top
© Translatum.gr 2001-2016. All rights Reserved
Facebook