|
Translatum Greek translation News - Index |
|
|
|
|
For the latest news and events check the forum and its calendar.
Moreover, you may want to read and search Greek newspapers online or Greek and international search engines.
If you have any news items or notices regarding translation events which you think would fit in this page please contact us with details and we will be happy to publish them or simply register at the forum and publish them yourself.
Recent Translatum Translation Forum Topics (Archived Topics)
throw a family dinner → κάνω βραδινό για την οικογένεια, κάνω τραπέζι για την οικογένεια, ετοιμάζω τραπέζι για την οικογένεια, κάνω οικογενειακό τραπέζι, ετοιμάζω οικογενειακό δείπνο
|
throw a dinner → κάνω βραδινό, κάνω τραπέζι, ετοιμάζω τραπέζι, κάνω τραπέζι, ετοιμάζω δείπνο
|
be helicoptered off → απομακρύνομαι με ελικόπτερο, μεταφέρομαι με ελικόπτερο
|
no idea → δεν έχω ιδέα, ιδέα δεν έχω, ανάθεμά με κι αν ξέρω, μακάρι να 'ξερα, δηλώνω άγνοια, αγνοώ, ό,τι ξέρεις ξέρω
|
Τάγμα του Φοίνικος → Order of the Phoenix
|
beschwerdefähig → εφέσιμος, που υπόκειται σε προσφυγή
|
rhodanine → ροδανίνη
|
exponential growth → εκθετική αύξηση
|
historiador → ιστορικός
|
ναφθορεσορκίνη → naphthoresorcin, naphthoresorcine, naphthoresorcinol, naphtharesorcinol, naphthoresorcinol, 1,3-naphthalenediol, 1,3-naphthalenediol, naphthalene-1,3-diol, naphthalene-1,3-diol, naphthalenediol-(1,3), 1,3-dihydroxynaphthalene, 1,3-dihydroxynaphthalene, 3-hydroxybenzocyclohexadien-1-one
|
υποβρύχιο ψάρεμα → pêche sous-marine, pêche en plongée, chasse sous-marine (CSM)
|
pescatore chi pratica la pesca con l'arpione → ψαροντουφεκάς, ψαροτουφεκάς
|
pescatore che usa l'arpione → ψαροντουφεκάς, ψαροτουφεκάς
|
pescatore che fa uso di arpione → ψαροντουφεκάς, ψαροτουφεκάς
|
Speerfischen → ψάρεμα με ψαροντούφεκο, ψάρεμα με ψαροτούφεκο, ψαροντούφεκο, ψαροτούφεκο
|
υποβρύχια αλιεία → pêche sous-marine, pêche en plongée, chasse sous-marine (CSM)
|
arponera → ψαροντουφεκού, ψαροτουφεκού
|
arponero → ψαροντουφεκάς, ψαροτουφεκάς
|
pêche au harpon → ψαροντούφεκο, ψαροτούφεκο
|
lanceuse → ρίπτρια, ψαράς με πεταχτάρι
|
|
|
|